Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὸ Δελφικὸν π

См. также в других словарях:

  • Δελφικόν — Δελφικός Delphi masc acc sg Δελφικός Delphi neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • FRATERNITAS — titulus honorarius, quo utebantur Regg. cum ad alios Reges scribebant. Luithprand. in Legat. Sed et optimam amicitiae arrabonam fraternitati tuae nunc Dominus contulit. Α᾿δελφότης, apud Menandrum Protector. Sed et Epp. ac ceteri e Clero codem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δελφικός — ή, ό (AM δελφικός, ή, όν) [Δελφοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Δελφούς ή προέρχεται από αυτούς («το δελφικό τον ιερέα», «χρησμόν δελφικόν», «δελφικῷ ξίφει») αρχ. το θηλ. ως ουσ. η δελφική ρωμαϊκό τραπέζι με τρία πόδια …   Dictionary of Greek

  • Κωρύκειον — Όνομα δύο σπηλαίων της αρχαιότητας. 1. Σπήλαιο στον Παρνασσό, το οποίο ταυτίζεται με το σημερινό Σαρανταύλι ή Σαραύλι. Οφείλει την ονομασία του στη νύμφη Κωρύκε(ι)α, με την οποία ο Απόλλωνας απέκτησε τον Λυκωρέα. Ήταν αφιερωμένο στον Πάνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»